ανυπόμονος, πλησιάζει την Ιουλιέττα και, χωρίς να της συστηθεί, της πιάνει το χέρι...

Ρωμαίος. Αν του χεριού μου η αδρή, χυδαία ύλη
αυτό το τέμενος τολμά να μολύνει,
δυο ντροπαλούς προσκυνητές έχω δυο, χείλη,
κι ένα φιλί τους την αφή του θ’ απαλύνει.

Iουλιέτα. Μην αδικείς το χέρι σου, προσκυνητή
κι ευλαβικά λατρεύει: όταν των αγίων
το χέρι κλείνουν στο δικό τους οι πιστοί,
οι δυο παλάμες είναι φύλλα των Βαΐων.

Ρωμαίος. Για τους αγίους οι πιστοί δεν έχουν χείλη;

Ιουλιέτα. Και τα φιλούν για να προσεύχονται, ικέτη.

Ρωμαίος. Την προσευχή που τα δικά μου έχουν στείλει,
να γίνουν χέρια να σ’ αγγίζουν, άκουσέ τη.

Ιουλιέτα. Ακούν οι άγιοι τι λες, κι ας μη σαλεύουν

Ρωμαίος. Κι έτσι τα χείλη μου την προσευχή τους κλέβουν.

(στο σημείο αυτό τη φιλά)

Κι όλο το κρίμα τους το παίρνουν τα δικά σου

ily...
Σαίξπηρ 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις