φως...

 

ήρθε ένας γλάρος από το πέλαγος της μέρας, με φτερά που έλαμπαν σαν ήλιος, στάθηκε απέναντί μου, λες και ήθελε να μου δείξει το φως — κάτι καθαρό, ήσυχο, απλό...κι εγώ… ήθελα να γελάσω, μα δεν βγήκε... αγγιξα το τηλέφωνο, σχεδόν σχημάτισα τον αριθμό, αλλά μετάνιωσα... οι λέξεις ανέβαιναν στα χείλη, μία-μία, αλλά στο τέλος… αμήχανα δάγκωσα ένα λεπτό μολύβι...το κρατούσα σαν σωσίβιο, μικρό και άκαμπτο, σφιγμένο ανάμεσα στα δόντια, για να μη μιλήσω, για να μη σπάσει η σιωπή που είχα χτίσει γύρω μου... έξω, ο γλάρος είχε ήδη χαθεί στον ουρανό, σαν να μην ήταν ποτέ εδώ, μα εγώ τον είχα δει.... ήξερα πως είχε φέρει κάτι — όχι λόγια, ούτε απαντήσεις, μόνο εκείνο το αίσθημα πως κάτι μέσα μου ήθελε να ξυπνήσει ξανά.... κοίταξα το τηλέφωνο για δεύτερη φορά, όχι για να μιλήσω, ίσως μόνο για να νιώσω ότι δεν είμαι εντελώς μόνος, πως υπάρχει ακόμα μια γραμμή, έστω και σιωπηλή, έστω και κομμένη στη μέση... οι λέξεις ήταν ακόμα εκεί, κουλουριασμένες πίσω απ’ τα χείλη... κάποια στιγμή, θα της γράψω....

Ιλυ...

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις